χρονοφωτογράφηση

χρονοφωτογράφηση
[-ις (-εως)], χρονοφωτογράφη хронофотография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χρονοφωτογράφηση" в других словарях:

  • χρονοφωτογράφηση — η, Ν [χρονοφωτογραφώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρονοφωτογραφώ, μέθοδος φωτογραφικής ανάλυσης τών κινήσεων …   Dictionary of Greek

  • χρονοφωτογράφος — ο, Ν φωτογραφική συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η χρονοφωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronophotograph < χρόνος + φωτογράφος*] …   Dictionary of Greek

  • χρονοφωτογραφία — η, Ν η χρονοφωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronophotography < χρόνος + φωτογραφία*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»